- συγκλασμός
- ὁ, Α [συγκλῶ]θραύση πολλών πραγμάτων μαζί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκλασμός — breaking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλασμόν — συγκλασμός breaking masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԽՈՐՏԱԿՈՒՄՆ — (կման.) NBH 1 0981 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c գ. συγκλασμός, θραῦσις fractio, confractio, contritio. Խորտակիլն. բեկումն. եւ ջարդումն. Պարտութիւն. Լքումն. *արար զթզենիս իմ ʼի խորտակումն. Յովէլ. ՟Ա. 7: *Խորտակումն աղեղաց, կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)